μπόμπιρας

μπόμπιρας
ο
(λ. ιταλ.)
1. παιδί μικροκαμωμένο, αλλά έξυπνο και ζωηρό: Χειρίζεται τέλεια τον υπολογιστή ο μπόμπιρας!
2. το έντομο σφήκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπόμπιρας — ο 1. είδος χρυσοκανθάρου 2. το έντομο σφήκα 3. μτφ. παιδί ή νεαρός μικρού αναστήματος, μικροκαμωμένος, αλλά αεικίνητος και πανέξυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombero] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”